- πλινθήιον
- πλινθήιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλινθήιον — τὸ, Α βλ. πλινθείον … Dictionary of Greek
πλινθείο — το / πλινθεῑον, και ποιητ. τ. πλινθήϊον, ΝΑ [πλινθεύω] εργαστήριο κατασκευής πλίνθων, πλινθοποιείο αρχ. 1. βάση στήλης ή αγάλματος 2. οικοδομικό τετράγωνο 3. τετραγωνικό σχέδιο γαιών 4. πλαίσιο παραθύρου 5. (μόνο ο ποιητ. τ. πλινθήϊον) μέρος τού… … Dictionary of Greek